- φόλυς
- -υος, ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. «φόλυεςκύνες οἳ πυρροὶ ὄντες μέλανα στόματα εἶχον».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, το ερμήνευμα τού Ησύχ. πρέπει να διορθωθεί σε: oἵ πυρροί ὄντες μέλανα στίγματα εἶχον, οπότε ο τ. φόλυς μπορεί να συνδεθεί με τη λ. φολίς «κηλίδα, στίγμα, λέπι» με μία, δυσερμήνευτη ωστόσο, εναλλαγή τών επιθημάτων σε -*i- και *u-].
Dictionary of Greek. 2013.