φόλυς

φόλυς
-υος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. «φόλυες
κύνες οἳ πυρροὶ ὄντες μέλανα στόματα εἶχον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, το ερμήνευμα τού Ησύχ. πρέπει να διορθωθεί σε: oἵ πυρροί ὄντες μέλανα στίγματα εἶχον, οπότε ο τ. φόλυς μπορεί να συνδεθεί με τη λ. φολίς «κηλίδα, στίγμα, λέπι» με μία, δυσερμήνευτη ωστόσο, εναλλαγή τών επιθημάτων σε -*i- και *u-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φολίδα — η / φολίς, ίδος, ΝΜΑ, και φωλίς Α 1. καθένα από τα μικρά οστρακοειδή πετάλια που καλύπτουν το σώμα τών ερπετών και τών ψαριών, λέπι 2. μικρή μεταλλική πλάκα με την οποία καλύπτουν την επιφάνεια διαφόρων αντικειμένων νεοελλ. 1. μεταλλικό έλασμα 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”